- φοινικόδεντρο
- το финиковая пальма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… … Dictionary of Greek
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek
Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… … Dictionary of Greek